- ἐκτείνει
- ἐκτείνωstretch outaor subj act 3rd sg (epic)ἐκτείνωstretch outpres ind mp 2nd sgἐκτείνωstretch outpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελτέμια ή ετησίαι — Σταθεροί ανεμοι που πνέουν στην κατώτερη ατμόσφαιρα. Είναι κυρίως του βόρειου τομέα (ΒΑ ΒΔ ή και Δ) και επικρατούν στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου κατά τη θερμή περίοδο, ιδίως την περίοδο Μαΐου Σεπτεμβρίου. Στις ελληνικές θάλασσες, τα μ.… … Dictionary of Greek
εναιώρημα — Βλ. λ. αιώρημα. * * * το (Α ἐναιώρημα) 1. αυτό που αιωρείται μέσα ή επιπλέει στην επιφάνεια υγρού 2. (φαρμ.) διάλυμα στερεάς ουσίας που τα μόριά της δεν διαλύονται στο υγρό αλλά μετεωρίζονται μέσα σε αυτό 3. ιατρ. το εξωτερικό μέρος συσκευής που… … Dictionary of Greek
κυνοβάτης — κυνοβάτης, ὁ (AM) ίππος, ή και όνος, που εκτείνει τους κυνήποδες μπροστά και που έχει απαλό και ανάλαφρο βάδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, σχοινο βάτης] … Dictionary of Greek
ποδικός — ή, ό / ποδικός, ή, όν ΝΜΑ [πους, ποδός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι, ποδιαίος («ποδική αρτηρία») 2. φρ. α) «ποδική καμάρα» ανατ. η τοξοειδής διαμόρφωση τού πέλματος τού ποδιού, που αποτελεί προϋπόθεση για τη φυσιολογική… … Dictionary of Greek
προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… … Dictionary of Greek
τάντρα — Σύνολο ιερών ινδικών κειμένων μυστικισμού και μαγικού χαρακτήρα, που συντάχθηκαν στη σανσκριτική (Τ. = Βιβλία) και στα οποία βασίζεται ο ταντρισμός. Τα Τ. χρονολογούνται από τον 5o αι. μ.Χ., συντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό μορφή διαλόγου … Dictionary of Greek
τατός — ή, όν, Α αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκτείνει, να τεντώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τă τού τείνω* (πρβλ. τάσις)] … Dictionary of Greek
τεινοδοκίδας — ὁ, Μ (για τον θεό) αυτός που εκτείνει τα μετέωρα που ονομάζονται δοκίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείνω + δοκίς, ίδος «είδος μετεώρου»] … Dictionary of Greek
αιγκρέτα ή εγκρέτα — Πουλί πελαργόμορφο της οικογένειας των ερωδιιδών ή αρδεϊδών. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. και άνοιγμα φτερών περίπου 1 μ. Το ισχυρό μαύρο ράμφος της είναι μακρύ, λεπτό και ευθύ. Ο λαιμός της δεν μπορεί να κάνει πλάγιες κινήσεις και τον εκτείνει… … Dictionary of Greek
Βικάτος, Σπυρίδων — (Αργοστόλι 1878 – Αθήνα 1960).Ζωγράφος. Μαθήτευσε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους της ζωγραφικής τον Σπυρίδωνα Προσαλέντη και τον Νικηφόρο Λύτρα και της γλυπτικής τον Γεώργιο Βρούτο. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του… … Dictionary of Greek